- λευκαδίτικος
- -η, -οαυτός κατάγεται από τη Λευκάδα ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Το σαλόνι της στολίζουν λευκαδίτικα κεντήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λευκαδίτικος — η, ο [Λευκαδίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λευκάδα ή στους Λευκαδίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Λευκάδα … Dictionary of Greek
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek